νιέλο

νιέλο
το
άκλ. (διακ.) α) διακοσμητική τεχνική που συνίσταται στην εγκόλληση μαύρου σμάλτου στις κοιλότητες εγχάρακτης σε ασημένια πλάκα παράστασης
β) συνεκδ. το παραγόμενο με τη μέθοδο αυτή τεχνούργημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δαμασκήνωση — Τεχνική διακόσμησης χάλκινων, ορειχάλκινων ή ατσάλινων αντικειμένων με ένθετα, συνήθως πολύτιμα, μέταλλα (χρυσό, άργυρο κ.ά.) διαφορετικού χρώματος. Αφού σχεδιαστούν στην επιφάνεια του αντικειμένου τα μοτίβα, χαράζονται με αιχμηρό εργαλείο ή με… …   Dictionary of Greek

  • χαλκογραφία — Ο όρος χ., που ετυμολογικά έπρεπε να σημαίνει μόνο χαρακτική σε χαλκό, απέκτησε από καιρό ευρύτερο νόημα, περιλαμβάνοντας κάθε κοίλη χαρακτική σε οποιοδήποτε μέταλλο, με ποικίλες τεχνικές μεθόδους (ακουαφόρτε, ακουατίντα, καλέμι, μαλακό κερί,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”